- κηπολάχανον
- κηπο-λάχᾰνον, τό, = foreg.,A PLond.ined.2489.13 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηπολάχανον — κηπολάχανον, τὸ (Α) κηπολαχανία*, λαχανόκηπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + λάχανον (< λάχανον), πρβλ. αγριο λάχανον, κοκκο λάχανον] … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κηπολαχανία — κηπολαχανία, ἡ [κηπολάχανον] πάπ. λαχανόκηπος … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek